Ο χαμηλός ΔΜΣ στα παιδιά μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο διατροφικών διαταραχών αργότερα

Οι κίνδυνοι των διατροφικών διαταραχών αποκαλύπτονται από την παιδική ηλικία και οι επιστήμονες μπορεί να εντόπισαν έναν από αυτούς, καθώς το παρατεταμένο χαμηλό σωματικό βάρος σε νεαρά παιδιά ελλοχεύει κινδύνους για χρόνια ανορεξία.

Δευτέρα, 20 Μαΐου 2019

Ερευνητές στη Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες τονίζουν τη σχέση μεταξύ του μη φυσιολογικού σωματικού βάρους στα πολύ μικρά παιδιά και του υψηλότερου κινδύνου ανάπτυξης διατροφικών διαταραχών κατά την εφηβεία. Οι διαταραχές αυτές - η νευρική ανορεξία, η νευρική βουλιμία ή η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση τροφής- συνήθως ξεκινούν από την εφηβεία και συχνά αντιμετωπίζονται δύσκολα από τους νεαρούς ασθενείς και τις οικογένειές τους. Αυτές οι διαταραχές, που είναι συνήθεις, θέτουν το ζήτημα της έγκαιρης ανίχνευσης. Πρόσφατα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης (UNIGE) και από τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία της Γενεύης (HUG) σε συνεργασία με συναδέλφους τους από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρέχουν νέα στοιχεία που θα επιτρέψουν τον εντοπισμό, πολύ πριν την κρίσιμη περίοδο της εφηβείας, των παιδιών που είναι πιο πιθανό να επηρεαστούν από αυτές τις σοβαρές διαταραχές. Πράγματι, τα ευρήματά τους αποκαλύπτουν ότι ένα ασυνήθιστα υψηλό ή χαμηλό σωματικό βάρος από την παιδική ηλικία αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο διατροφικών διαταραχών. Αυτά τα αποτελέσματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στους παιδίατρους αναφορικά με αυτό το σημαντικό θέμα δημόσιας υγείας.

Διαβάστε επίσης: 
Διαμάχη για τον Δείκτη Μάζας Σώματος: οι ερευνητές αποδεικνύουν ότι είναι ένας καλός δείκτης υγείας τελικά

Αυτό που συνήθως αναφέρεται ως διατροφικές διαταραχές περιλαμβάνει όλες τις παθολογίες που σχετίζονται με το φαγητό: δηλαδή, τον περιορισμό της τροφής στην περίπτωση νευρικής ανορεξίας ή την υπερφαγία στην οποία εμπλέκονται συχνά οι νέοι, την απώλεια ελέγχου στη νευρική βουλιμία ή στην περιστασιακή υπερκατανάλωση. Ενώ αυτές οι διαταραχές ταξινομούνται αρχικά ως ψυχιατρικές καταστάσεις, όλο και περισσότερες μελέτες τείνουν να δείχνουν ότι παίζουν ρόλο επίσης πολλοί βιολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. "Όποια και αν είναι η προέλευση αυτών των διαταραχών, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η πρόληψη και η έγκαιρη ανίχνευσή τους και, ως εκ τούτου, να εντοπιστούν παράγοντες κινδύνου που είναι ορατοί από τη νεαρή ηλικία", προειδοποιεί η Nadia Micali, καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής της UNIGE και επικεφαλής του Τμήματος Ψυχιατρικής Παιδιού και Εφήβων του HUG, η οποία ήταν και η επικεφαλής της συγκεκριμένης έρευνας.

Προειδοποιητικά σημάδια από νεαρή ηλικία;

Για να εντοπιστούν οι πιθανές κοινές αιτίες των διατροφικών διαταραχών, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 1.502 συμμετέχοντες σε μια μεγάλη βρετανική διαχρονική μελέτη που ακολούθησε τους γονείς και τα παιδιά τους για πάνω από είκοσι χρόνια. Το βάρος τους μετρήθηκε τακτικά από τη γέννησή τους έως την ηλικία των 12 ετών. Σε ηλικία 14, 16 και 18 ετών αξιολογήθηκαν στη συνέχεια για διατροφικές διαταραχές. "Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι μια σημαντική διαφορά στις τροχιές βάρους των μικρών παιδιών υποδηλώνει αυξημένο κίνδυνο διαταραχών στο φαγητό", λέει η καθηγήτρια Zeynep Yilmaz του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας και κύρια συγγραφέας αυτής της μελέτης. "Έτσι, ένας χαμηλός δείκτης μάζας σώματος - περίπου στο 0,5 βαθμό της κλίμακας σε σύγκριση με τον μέσο όρο - ήδη από την ηλικία των 2 για τα αγόρια και των 4 για τα κορίτσια - αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη της νευρικής ανορεξίας στην εφηβεία, όπως αντίστοιχα ένας υψηλός δείκτης από μικρή ηλικία θα αποτελούσε παράγοντα κινδύνου για την περαιτέρω ανάπτυξη άλλων διατροφικών διαταραχών όπως η νευρική βουλιμία ή η ευκαιριακή υπερφαγία», πρόσθεσε.

Διαβάστε και αυτό:
Τα μικρόβια στο έντερο ενός δίχρονου παιδιού προβλέπουν το πόσο θα ζυγίζει δέκα χρόνια αργότερα

"Μέχρι τώρα, είχαμε πολύ λίγη καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο εντοπισμού των παιδιών που ενδέχεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν διατροφικές διαταραχές αργότερα στην εφηβεία", εξηγεί η καθηγήτρια Cynthia Bulik, ειδικός στις διατροφικές διαταραχές στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας. «Με την εξέταση των δεδομένων ανάπτυξης χιλιάδων παιδιών με την πάροδο του χρόνου, είδαμε προφίλ που προειδοποιούσαν από νωρίς και που θα μπορούσαν να υποδείξουν τα παιδιά που ήταν σε κίνδυνο. Κλινικά, αυτό σημαίνει ότι οι παιδίατροι πρέπει να είναι προσεκτικοί με τα παιδιά που χάνουν βάρος και παραμένουν κάτω από την καμπύλη ανάπτυξης σε όλη την παιδική ηλικία. Το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά που είναι υπέρβαρα και παραμένουν πάνω από την καμπύλη ανάπτυξης - μόνο ο κίνδυνος γι’ αυτά αυξάνεται αναφορικά με τις άλλες διατροφικές διαταραχές, όπως η νευρική βουλιμία και η περιστασιακή υπερκατανάλωση», εξήγησε η Bulik.

Μεταβολική δυσλειτουργία;

Αν και οι διατροφικές διαταραχές είναι ουσιαστικά ψυχιατρικές, η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη να εξεταστούν επιπλέον παράγοντες μεταβολικού κινδύνου πέρα ​​από τους ψυχολογικούς, κοινωνικοπολιτιστικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. «Οι διαφορές στο σωματικό βάρος κατά την παιδική ηλικία των εφήβων που αργότερα ανέπτυξαν διατροφικές διαταραχές άρχισαν να εμφανίζονται πολύ νωρίς – πολύ νωρίς για να προκληθούν από τις κοινωνικές πιέσεις να είναι αδύνατοι ή να κάνουν δίαιτα», σημειώνει η Micali. «Μια πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι υποβόσκοντες μεταβολικοί παράγοντες που κατευθύνονται από τη γενετική, θα μπορούσαν να προδιαθέσουν τα άτομα αυτά να παρουσιάσουν προβλήματα με το βάρος τους. Αυτό ευθυγραμμίζεται με τα άλλα μας ευρήματα σχετικά με τη γενετική τα οποία έχουν επισημάνει ένα μεταβολικό συστατικό στην νευρική ανορεξία» υπογραμμίζει η Micali, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα: "Τα αποτελέσματά μας τονίζουν επίσης τον πολυπαραγοντικό κίνδυνο για τις διατροφικές διαταραχές καθώς και την ανάγκη ανάπτυξης εργαλείων έγκαιρης ανίχνευσης που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μέρος των συνήθων ελέγχων από όλους τους παιδίατρους". Πράγματι, όσο νωρίτερα εντοπίζεται το πρόβλημα, τόσο καλύτερα μπορεί να αντιμετωπιστεί, ειδικά εάν παρέχεται υποστήριξη στην οικογένεια συνολικά και όχι μόνο στο άτομο.

Φωτεινή Πουρνάρα

Πηγή: sciencedaily
 

Όροι: 
Κατηγοριες: