Το ελληνικό γιαούρτι κερδίζει στο τεστ χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη στο Ηνωμένο Βασίλειο

Τα προϊόντα γιαουρτιού στα σουπερμάρκετ του Ηνωμένου Βασιλείου ενδέχεται να περιέχουν περισσότερο ζάχαρη από τα αναψυκτικά, με εξαίρεση το φυσικό ελληνικό γιαούρτι. Ενώ το γιαούρτι μπορεί να είναι μια καλή πηγή πρωτεϊνών και ασβεστίου και να συμβάλλει με διάφορους τρόπους θετικά στην υγεία του οργανισμού, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα προϊόντα αυτά είναι πιθανόν να αποτελούν μια κρυφή πηγή διαιτητικής ζάχαρης, ιδιαίτερα για τα παιδιά.

Τετάρτη, 26 Σεπτεμβρίου 2018

Η περιεκτικότητα σε σάκχαρα των περισσότερων τύπων γιαουρτιού είναι πολύ υψηλότερη από το συνιστώμενο όριο, αποκαλύπτει μια ανάλυση της περιεκτικότητας σε θρεπτικά συστατικά των διαθέσιμων προϊόντων στα σούπερ μάρκετ του Ηνωμένου Βασιλείου που δημοσιεύθηκε στο BMJ Open. Ακόμη και τα βιολογικά είδη που συχνά θεωρούνται ως πιο υγιεινές επιλογές, περιέχουν πολύ υψηλή μέση περιεκτικότητα σε ζάχαρη (13,1g/100g), σύμφωνα με τα ευρήματα.

Το γιαούρτι μπορεί να είναι μια "μη αναγνωρίσιμη" πηγή διατροφικής ζάχαρης, ιδιαίτερα για μικρά παιδιά, που τρώνε πολλά από αυτά τα προϊόντα, τονίζουν οι ερευνητές. Τα στοιχεία πολλών μελετών δείχνουν ότι το γιαούρτι και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση βοηθούν την πεπτική αλλά και τη γενικότερη υγεία. Αποτελούν μια καλή πηγή «φιλικών» βακτηρίων, περιέχουν επίσης πρωτεΐνες, ασβέστιο, ιώδιο και βιταμίνη Β. Οι βρετανικές και αμερικανικές διατροφικές οδηγίες συνιστούν γαλακτοκομικά προϊόντα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και ζάχαρη και επιστήμονες από τα Πανεπιστήμια του Leeds και του Surrey θέλησαν να αξιολογήσουν σε ποιο βαθμό τα προϊόντα γιαουρτιού, ιδιαίτερα αυτά που διατίθενται στο εμπόριο για τα παιδιά, πληρούν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές. Τα παιδιά ηλικίας έως 3 ετών στο Ηνωμένο Βασίλειο καταναλώνουν περισσότερο γιαούρτι από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα.

Έβαλαν λοιπόν στο μικροσκόπιο 900 περίπου είδη γιαουρτιού και προϊόντων του τα οποία ήταν διαθέσιμα από πέντε μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ του Ηνωμένου Βασιλείου τον Οκτώβριο έως το Νοέμβριο του 2016 και αξιολόγησαν την περιεκτικότητά τους σε θρεπτικά συστατικά. Αυτές οι αλυσίδες αντιπροσωπεύουν το 75% του μεριδίου αγοράς. Όλα τα προϊόντα ομαδοποιήθηκαν σε οκτώ κατηγορίες: τα παιδικά, τα οποία περιελάμβαναν και το fromage frais (νωπό τυρί), γαλακτοκομικές εναλλακτικές λύσεις όπως η σόγια, επιδόρπια γιαουρτιού, ροφήματα, γιαούρτια με άρωμα, με φρούτα, «φυσικά»/ελληνικά γιαούρτια και οργανικά/βιολογικά. Τα χαμηλά λιπαρά και η χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη ταξινομήθηκαν σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που χρησιμοποιούνται επί του παρόντος στο σύστημα της «πράσινης» σήμανσης που χρησιμοποιείται στο Ηνωμένο Βασίλειο: 3gλίπους/100g ή λιγότερο ή 1,5g για τα ροφήματα και μέγιστο 5g συνολικών σακχάρων/100 g.

Η περιεκτικότητα σε σάκχαρα διέφερε σε μεγάλο βαθμό τόσο ανάμεσα σε είδη των ίδιων κατηγοριών όσο και στο συνολικό εύρος των προϊόντων, όπως έδειξε η ανάλυση. Όμως, με εξαίρεση τα λεγόμενα «φυσικά» και ελληνικά ή ελληνικού τύπου γιαούρτια, η μέση περιεκτικότητα σε ζάχαρη των προϊόντων σε όλες τις κατηγορίες ήταν πολύ πάνω από το χαμηλό όριο. Λιγότερο από ένα στα 10 (9%) δείγματα χαρακτηρίστηκε ως χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη, και σχεδόν κανένα από αυτά δεν ανήκε στην κατηγορία των παιδικών. Τα ευρήματα είναι φυσικά ανησυχητικά δεδομένης της αύξησης της παιδικής παχυσαρκίας αλλά και της φθοράς των δοντιών τους, αναφέρουν οι ερευνητές.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα επιδόρπια γιαουρτιού περιείχαν την περισσότερη ζάχαρη, κατά μέσο όρο 16,4g/100g, ποσότητα που αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 45% της ενεργειακής πρόσληψης. Ακολούθησαν τα προϊόντα που ανήκουν στις κατηγορίες των παιδικών, των αρωματικών, εκείνων που περιέχουν φρούτα και τα βιολογικά. Στις κατηγορίες αυτές, η συνολική μέση ποσότητα σακχάρων κυμαινόταν από 10,8 g/100 g στα παιδικά προϊόντα έως 13,1g/100g στα βιολογικά. Τα φυσικά και ελληνικά γιαούρτια παρουσίασαν έναν μέσο όρο των 5g/100g. Σε γενικές γραμμές, η μέση περιεκτικότητα σε λίπος ήταν είτε κάτω είτε ακριβώς πάνω από το χαμηλό όριο. Τα επιδόρπια είχαν την υψηλότερη περιεκτικότητα σε λιπαρά με μέσο όρο τα 5,2 g/100g.

Η έρευνα αυτή αποτελεί μια μελέτη παρατήρησης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποδείξει την σχέση αιτίου-αποτελέσματος, ειδικά καθώς κάλυψε μόνο τα προϊόντα που πωλούνται σε πέντε αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Ωστόσο οι ερευνητές δήλωσαν: «Ενώ το γιαούρτι μπορεί να προκαλεί μικρότερη ανησυχία από τα αναψυκτικά και τους χυμούς φρούτων, τις κύριες πηγές ελεύθερων σακχάρων τόσο στη δίαιτα των παιδιών όσο και των ενηλίκων, αυτό που είναι όντως ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι το γιαούρτι, ως« υγιεινή τροφή», μπορεί να είναι μια μη αναγνωρισμένη πηγή ελεύθερων ή προστιθέμενων σακχάρων στη διατροφή».

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα οργανικά γιαούρτια που αναλύθηκαν, τόνισαν οι ερευνητές. "Ενώ η βιολογική ετικέτα αναφέρεται στην παραγωγή, το καλά τεκμηριωμένο «φωτοστέφανο» σημαίνει ότι οι καταναλωτές συχνά υποτιμούν το θερμιδικό περιεχόμενο και αποδέχονται καλύτερα τα θρεπτικά συστατικά των βιολογικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των γιαουρτιών. Δεν είναι όλα τα γιαούρτια τόσο υγιεινά όσο ίσως τα αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές και δικαιολογείται μια ανασύνθεσή τους για τη μείωση των ελεύθερων σακχάρων".

Φωτεινή Πουρνάρα


 

Όροι: 
Κατηγοριες: