Η μάχη της στέβια αλλάζει τα δεδομένα στην αγορά των αναψυκτικών

Ως αποτέλεσμα των αυξανόμενων επιπτώσεων των ασθενειών στον τρόπο ζωής και της εξέλιξης της συνειδητοποίησης της σημασίας της υγείας στους καταναλωτές, η ζήτηση για φυσικά γλυκαντικά με λίγες θερμίδες έχει αυξηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξαιτίας αυτού, η παγκόσμια αγορά της στέβια σημείωσε κατακόρυφη αύξηση τα τελευταία χρόνια.

Παρασκευή, 2 Μαρτίου 2018

Το χαμηλό περιεχόμενο σε θερμίδες είναι το κλειδί των υγιεινών αναψυκτικών αλλά οι καταναλωτές φαίνεται ότι απαιτούν πολύ περισσότερα και όχι μόνο λίγες θερμίδες. Η καινοτομία οδηγείται από την αναζήτηση υγιεινών ποτών με περισσότερα φυσικά συστατικά. Τα αναψυκτικά με μειωμένη περιεκτικότητα σε ζάχαρη παραμένουν δημοφιλή, αλλά το αγοραστικό κοινό τα συνδέει όλο και πιο πολύ με τα τεχνητά συστατικά. Η έγκριση της χρήσης της στέβια έδωσε στην κατηγορία των πιο υγιεινών φυσικών προϊόντων την απαραίτητη ώθηση σε όλο τον κόσμο.

Τα τελευταία 10 χρόνια, ένα ελάχιστα γνωστό φυτό, το οποίο είναι 200 φορές πιο γλυκό από τη ζάχαρη, προκάλεσε την ανάπτυξη μιας παγκόσμιας βιομηχανίας αξίας 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τώρα η στέβια είναι μέρος ενός τεράστιου αριθμού προϊόντων. Δεν τα κατάφερε και άσχημα για ένα πρόσθετο γλυκαντικό, εναλλακτικό της ζάχαρης, που αρχικά δεν άρεσε για την κάπως πικρή επίγευσή του. Οι γίγαντες της βιομηχανίας τροφίμων αναζητούν, εδώ και αρκετά χρόνια, δεδομένης της παγκόσμιας επιδημίας της παχυσαρκίας και της εξάπλωσης του διαβήτη, ένα υποκατάστατο της ζάχαρης, χαμηλό σε θερμίδες που δεν θα επηρεάζει τη γεύση των προϊόντων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατέφυγαν σε τεχνητά γλυκαντικά - ασπαρτάμη, σουκραλόζη και ξυλιτόλη, χωρίς ωστόσο να αποφευχθούν οι αναφορές για δυσάρεστες παρενέργειες αλλά και κυριότερα οι ανησυχίες για τη χημική σύνθεση.

Η στέβια κυκλοφορεί ως φυσικό γλυκαντικό, καθώς προέρχεται από φυτικά εκχυλίσματα. Στην ουσία δεν περιέχει θερμίδες και ο γλυκαιμικός της δείκτης είναι μηδενικός, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ασφαλής για τους διαβητικούς. Η παγκόσμια αγορά της στέβια στηρίζεται κυρίως στους εξής αναπτυξιακούς παράγοντες: την αύξηση των επιπτώσεων των ασθενειών που προκαλεί ο τρόπος ζωής, (διαβήτης, παχυσαρκία, καρδιοαγγειακές παθήσεις), την ευαισθητοποίηση για τη διατήρηση μιας υγιεινής διατροφής, την αυξανόμενη ζήτηση για προϊόντα βασισμένα σε φυσικά συστατικά που προωθούν υγιεινότερους τρόπους ζωής και τη συνεχή προσοδοφόρα ανάπτυξη των βιομηχανιών της στέβια. Η τάση για φυσικά συστατικά στα αναψυκτικά και στα ροφήματα αποτέλεσε τεράστιο μοχλό καινοτομίας και οι προβλέψεις δείχνουν ότι η ανοδική πορεία της ζήτησης χρήσης της στέβια θα είναι ανοδική. Η πορεία αυτή παρουσιάζει και τη δική της πρόκληση που εστιάζει με τη σειρά της στην εξεύρεση της σωστής γλυκιάς ισορροπίας. Οι κατασκευαστές αναγκάζονται να αναρωτηθούν ποιος είναι τελικά ο καταναλωτής τους: αυτός που πίνει αναψυκτικά διαίτης τύπου cola, ο οπαδός της κανονικής ζάχαρης, ή μήπως εκείνος που προτιμά τα φυσικά και «καθαρά» προϊόντα; Επιπλέον, καλούνται να εξισορροπήσουν τη δημόσια ζήτηση για τη μείωση των προστιθέμενων σακχάρων, με τη δημιουργία απολαυστικών ροφημάτων και την ταυτόχρονη παρουσίαση προϊόντων που στις ετικέτες τους εμφανίζονται μόνο φυσικά και υγιεινά συστατικά.

Ενώ χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Φινλανδία είχαν επιτρέψει ένα περιορισμένο αριθμό προϊόντων με στέβια ήδη από το 2009, το 2012 ήταν η πρώτη χρονιά που η στέβια μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε ένα ευρύ φάσμα κατηγοριών τροφίμων και ποτών σε όλες τις αγορές της ΕΕ. Μέχρι σήμερα τα αναψυκτικά σε όλο τον κόσμο διαχωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σε αυτά που περιέχουν ζάχαρη και σε αυτά που τα ξέρουμε ως “light,” δηλαδή αυτά που αντικαθιστούν τη ζάχαρη (ή μέρος της) με άλλες γλυκαντικές ουσίες. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Στέβια, το 2009 υπήρχαν μόνο 280 προϊόντα σε όλο τον κόσμο με στέβια, ενώ το 2014 είχαν φτάσει τα 2.274 και σήμερα εκτιμάται πλέον ότι είναι πολύ περισσότερα. Τα στοιχεία αυτά κάνουν φανερή την τρομακτική αύξηση των καταναλωτικών προϊόντων που χρησιμοποιούν γλυκαντικό από το φυτό στέβια και εξηγεί το λόγο που οι μεγάλες εταιρείες αναψυκτικών έχουν επιδοθεί σε ένα «μαραθώνιο» με σκοπό την αύξηση των μεριδίων τους στην αγορά, κυρίως βέβαια στους ηλικιακά νεότερους που φαίνεται να αναζητούν πιο υγιεινές διατροφικές επιλογές. Ενδεικτική είναι σε αυτό το πλαίσιο η δραστηριοποίηση και ελληνικών εταιρειών στον τομέα των αναψυκτικών με θετικότερο διατροφικό πρόσημο όπως η αχαϊκή εταιρία ΛΟΥΞ, η μεγαλύτερη αμιγώς ελληνική επιχείρηση αναψυκτικών και χυμών που με το motto «το τοπίο αλλάζει» φέρνει στην αγορά μετά από 6 χρόνια δοκιμών μια νέα γενιά αναψυκτικών (plus 'n light) με 0% ζάχαρη, 60% λιγότερες θερμίδες, αποκλειστικά με φυσικά σάκχαρα φρούτων, φρουκτόζη και στέβια και μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε βιταμίνη C (στις γεύσεις: πορτοκαλάδα και λεμονάδα). Σήμερα, κανένα άλλο αναψυκτικό “light,” προκειμένου να πετύχει τη μείωση των θερμίδων, δεν έχει καταφέρει να αντικαταστήσει τη ζάχαρη με 100% φυσικά γλυκαντικά. Ακόμα και όσα υιοθετούν το φυτό στέβια ως κύριο γλυκαντικό μέσο, τη συνδυάζουν με σουκραλόζη ή ασπαρτάμη ή με άλλα τεχνητά γλυκαντικά.

Φωτεινή Πουρνάρα

Πηγή: markets.businessinsider.com

Όροι: 
Κατηγοριες: