Μια εξέταση αίματος θα μπορεί να αποκαλύψει στο γιατρό σας εάν «κλέβετε» στη δίαιτά σας
Αλήθεια, σε πόσα έτοιμα φαγητά και γλυκά υποκύψατε αυτήν την εβδομάδα; Σε κανένα; Είστε σίγουροι; Σύντομα ο γιατρός και ο διατροφολόγος σας θα έχουν έναν ευκολότερο τρόπο για να ανακαλύψουν αν λέτε ψέματα: μια απλή εξέταση αίματος θα μπορεί να δείξει πόσο πιστά οι άνθρωποι ακολουθούν μια προκαθορισμένη διατροφή.
Η επιστήμη της διατροφής είναι πραγματικά πολύ περίπλοκη και ένας από τους λόγους που είναι τόσο περίπλοκη είναι επειδή είναι τόσο δύσκολο να προσδιοριστεί ακριβώς το τι τρώει ο κάθε άνθρωπος. Οι επιστήμονες και οι γιατροί μας ρωτούν για τις διατροφικές μας συνήθειες ώστε να κάνουν συσχετισμούς για τη γενική μας υγεία ή να καθορίσουν την καταλληλότερη για μας δίαιτα. Επίσης συχνά σε μελέτες, οι συμμετέχοντες πρέπει να δηλώσουν τι τρόφιμα καταναλώνουν ώστε να τους χωρίσουν σε αντίστοιχες ομάδες και να μπορέσουν, αργότερα, να συγκρίνουν τα αποτελέσματα. Αλλά τέτοιες έρευνες μπορεί να είναι λανθασμένες γιατί συχνά δεν βασίζονται σε αντικειμενικά μετρήσιμα δεδομένα, αλλά σε δηλώσεις των συμμετεχόντων σχετικά με το τι τρώνε. Τα στοιχεία αυτά που αναφέρουν από μόνοι τους οι άνθρωποι είναι αναξιόπιστα, όχι μόνο επειδή οι συμμετέχοντες μπορεί να ψεύδονται, αλλά επειδή είναι εκπληκτικά δύσκολο να παρακολουθούν με ακρίβεια και να θυμούνται το κάθε τι που καταναλώνουν. Αν κάποιος επιστήμονας σας ζητήσει να θυμηθείτε αυτά που είχατε φάει την περασμένη εβδομάδα, τον περασμένο μήνα ή τα τελευταία χρόνια της ζωής σας, πιστεύετε ειλικρινά ότι θα μπορούσατε να δώσετε μια ακριβή απάντηση;
Οι εξετάσεις ούρων μερικές φορές χρησιμοποιούνται για να μετρήσουν αντικειμενικά τι έχουν καταναλώσει οι συμμετέχοντες σε μια μελέτη, αλλά μπορούν να ανιχνεύσουν μόνο περιορισμένα θρεπτικά συστατικά. Ερευνητές από τη σχολή δημόσιας υγείας του Johns Hopkins Bloomberg έθεσαν ως στόχο να διαπιστώσουν αν υπάρχει καλύτερος τρόπος να ελέγχεται το αν κάποιος ακολουθεί κατά γράμμα ένα διατροφικό πλάνο. Για το σκοπό αυτό, ανέλυσαν τα δείγματα αίματος που προέκυψαν από μια προηγούμενη δοκιμή της δεκαετίας του '90 στη δίαιτα DASH (γνωστή και ως «διαιτητικές προσεγγίσεις για να σταματήσει η υπέρταση») η οποία αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά πρότυπα διατροφής για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης και τη βελτίωση της συνολικής υγείας.
Σε αυτή τη δοκιμή, οι συμμετέχοντες είχαν ακολουθήσει είτε τη δίαιτα DASH (πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά γαλακτοκομικά, κορεσμένα και συνολικά λιπαρά), μια δίαιτα πλούσια μόνο σε φρούτα και λαχανικά ή μια διατροφή ελέγχου με λίγα φρούτα, λαχανικά και γαλακτοκομικά προϊόντα (που είχε σχεδιαστεί για να ανταποκρίνεται σε κακής ποιότητας πρότυπο όπως η Δυτική διατροφή). Κατά τη διάρκεια του πειράματος, όλα τα γεύματα παρασχέθηκαν στους συμμετέχοντες, εξασφαλίζοντας ότι οι ερευνητές θα ήξεραν ακριβώς τι θα κατανάλωναν τα άτομα που συμμετείχαν. Η ομάδα του Johns Hopkins ανέλυσε δείγματα αίματος από κάθε ομάδα για συγκεκριμένους «μεταβολίτες» - χημικές ουσίες όπως τα λιπίδια και τα αμινοξέα που παράγονται όταν μεταβολίζονται συγκεκριμένα τρόφιμα στο σώμα.
"Υπήρξε σαφής διαφοροποίηση των προφίλ των μεταβολιτών μεταξύ της δίαιτας DASH και της διατροφής ελέγχου", ανέφερε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, επιδημιολόγος Dr Casey Rebholz. Οι εξετάσεις αίματος αποκάλυψαν πολύ λεπτομερείς πληροφορίες για τις ιδιαίτερες διατροφικές συνήθειες του κάθε ατόμου. Οι μεταβολίτες είναι υποπροϊόντα της διαδικασίας με την οποία το σώμα μετατρέπει τα τρόφιμα σε ενέργεια. Έτσι, όπως υποπτεύονταν οι ερευνητές, κάθε είδος τροφίμων άφησε πίσω του το δικό του μοναδικό ίχνος στο αίμα. Η Rebholz και η ομάδα της βρήκαν δείκτες από πρόσληψη εσπεριδοειδών, κόκκινων φρούτων και λαχανικών, οσπρίων και καφεΐνης - η οποία έχει τον ίδιο μεταβολίτη με ένα δελεαστικό κομμάτι κέικ σοκολάτας. Βρήκαν άλλους 67 μεταβολίτες που διέφεραν ανάλογα με το αν το άτομο ήταν σε δίαιτα DASH ή μια πιο γενική δίαιτα «φρούτων και λαχανικών», υποδηλώνοντας ότι αυτό το μέτρο μπορεί να πει όχι μόνο εάν η δίαιτα κάποιου είναι «κακή» ή «καλή», αλλά αν συμμορφώνονται με τη συγκεκριμένη διατροφική σύσταση.
"Μπορούμε τώρα να εξετάσουμε αυτούς τους μεταβολίτες ως υποψήφιους βιοδείκτες για την αξιολόγηση της προσκόλλησης στη δίαιτα DASH στις μελλοντικές διατροφικές μελέτες και οι κλινικοί γιατροί θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους δείκτες για να παρακολουθήσουν τι τρώνε οι ασθενείς τους", σημείωσε η Rebholz. "Αυτή η προσέγγιση σίγουρα θα μπορούσε να προσαρμοστεί και για άλλα διατροφικά πρότυπα πέρα από τη DASH, και ελπίζω ότι θα γίνει", πρόσθεσε. Ελπίζει επίσης ότι αυτή η αντικειμενική προσέγγιση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να σχεδιαστούν πιο εξατομικευμένες δίαιτες και συστάσεις για την τροποποίηση αυτών που θα πρέπει να τρώει ο καθένας μας. Η έρευνα της Rebholz και των συναδέλφων της δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση American Journal of Clinical Nutrition.
Φωτεινή Πουρνάρα